ἀρτηριακοῦ

ἀρτηριακοῦ
ἀρτηριακός
of
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αγγειόσπασμος — Τοπική αγγειοσυστολή. Ο α. των περιφερικών αρτηριών των χεριών συνδέεται με πρωτοπαθείς νόσους των αγγείων και κυρίως αρτηριοσκλήρωση. Α. των αρτηριών μπορεί να εμφανιστεί και σε τελείως υγιή άτομα. Η κλινική εικόνα της νόσου και του φαινομένου… …   Dictionary of Greek

  • ανεύρυσμα — Κοιλότητα με δικά της τοιχώματα συνεχόμενα με τα τοιχώματα κυκλοφορικού αγγείου, συνήθως αρτηρίας. Μορφολογικά, τα α. διακρίνονται σε ατρακτοειδή, όταν εμφανίζονται ως διάταση μιας ολόκληρης κυκλικής περιοχής τμήματος αρτηρίας, και σακοειδή, όταν …   Dictionary of Greek

  • ισχαιμία — Μείωση της τροφοδοσίας ενός οργάνου ή ιστού με αίμα, λόγω μηχανικής απόφραξης ή λειτουργικής αγγειοσύσπασης του αρτηριακού αγγείου που είναι υπεύθυνο για την αιμάτωση της περιοχής. Ισχαιμικά επεισόδια αναφέρονται συνηθέστερα στο μυοκάρδιο ως… …   Dictionary of Greek

  • κρόταφος — Η πλάγια πλευρά της κεφαλής, που περικλείεται από το μάτι και το αφτί. Βρίσκεται πάνω από το ζυγωματικό τόξο και αντιστοιχεί με το λεπιδοειδές μέρος του κροταφικού οστού και τον κροταφίτη μυ, που βρίσκεται πάνω του. κροταφική αρτηρίτιδα.… …   Dictionary of Greek

  • μυοκάρδιο — (Ανατ.). Ο μυικός ιστός της καρδιάς· η μικροσκοπική δομή του μοιάζει με των γραμμωτών μυών, αλλά τον κάνουν να διαφέρει από αυτούς οι αναστομώσεις που υπάρχουν μεταξύ των μυικών ινών, η κεντρική θέση των πυρήνων, η παρουσία χαρακτηριστικών… …   Dictionary of Greek

  • πνευμοαρτηριογραφία — η, Ν ιατρ. η ακτινογράφηση τού πνευμονικού αρτηριακού δέντρου μετά από ένεση με αδιαφανές υγρό …   Dictionary of Greek

  • πολυαρτηρίτιδα — η, Ν 1. ιατρ. αρτηρίτιδα που προσβάλλει συγχρόνως πολλά τμήματα τού αρτηριακού συστήματος 2. φρ. «οζώδης πολυαρτηρίτιδα» ιατρ. βαριά μορφή διάσπαρτης νεκρωτικής αρτηρίτιδας, που προσβάλλει πολλά όργανα και ιδίως τους νεφρούς, τους μυς και το… …   Dictionary of Greek

  • σπειροειδής — Στα μαθηματικά, κατηγορία καμπυλών του επίπεδου, γνωστότερες από τις οποίες είναι: η σπειροειδής του Αρχιμήδη (και «έλικα του Αρχιμήδη»)· η εξίσωση της σε πολικές συντεταγμένες είναι: ρ = αθ, όπου α ο πραγματικός αριθμός. Η καμπύλη αυτή… …   Dictionary of Greek

  • αθηρωμάτωση ή αθηροματοσκλήρυνση — Πάχυνση του έσω χιτώνα του αρτηριακού τοιχώματος (λόγω εναπόθεσης λιπαρών ουσιών), που έχει ως συνέπεια τη στένωση του αυλού των αρτηριών. Οι λιποπρωτεΐνες (σωματίδια τα οποία μεταφέρουν τη χοληστερίνη, που ευθύνεται για τον σχηματισμό του… …   Dictionary of Greek

  • ανοξαιμία — Η ανεπαρκής χορήγηση οξυγόνου στους ιστούς. Λέγεται και ανοξυγοναιμία. Εμφανίζεται στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες η τροφοδότηση του αρτηριακού αίματος με οξυγόνο είναι μικρότερη της κανονικής (πνευμονία κλπ.). Η ποσότητα του οξυγόνου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”